Καναδός

Καναδός
ο , Καναδή η канад|ец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Καναδός" в других словарях:

  • Καναδός — ή και Καναδέζος, α ο υπήκοος τού κράτους τού Καναδά ή αυτός που κατάγεται από τον Καναδά …   Dictionary of Greek

  • Καναδός — ο θηλ. ή ο πολίτης του Καναδά ή ο καταγόμενος από αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Βικρέι, Γουίλιαμ — (WilliamVickrey, Βικτόρια, Καναδάς 1914 – 1996). Καναδός οικονομολόγος και μαθηματικός. Αποφοίτησε με το πτυχίο μαθηματικών από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1935 και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στα οικονομικά από το πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1937.… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Νιλ — (Neil Young, Τορόντο 1945 –). Καναδός μουσικός. Τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης και στιχουργός, ο Γ. θεωρείται από τους κορυφαίους της ροκ μουσικής. Μετακόμισε με την οικογένειά του σε μικρή ηλικία στο Γουίνιπεγκ, όπου άρχισε να πειραματίζεται …   Dictionary of Greek

  • Εγκογιάν, Ατόμ — (Atom Egoyan,Κάιρο, Αίγυπτος 1960 –). Καναδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου, αρμενικής καταγωγής. Αν και σπούδασε κλασική κιθάρα και διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά, ο Ε. αποτέλεσε μέσα στα… …   Dictionary of Greek

  • Κοέν, Λέοναρντ — (Leonard Cohen, Μόντρεαλ 1934 –). Καναδός τραγουδιστής, συνθέτης και ποιητής, εβραϊκής καταγωγής. Το 1954 άρχισε τη μουσική του σταδιοδρομία με ένα κάντρι συγκρότημα του Μόντρεαλ. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή ποιημάτων και μυθιστορημάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Κρετιέν, Ζαν — (Jean Chrétien, Κεμπέκ 1934 –). Καναδός πολιτικός, πρωθυπουργός του Καναδά (1993 ). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, ενώ ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1963, οπότε εξελέγη στη βουλή των αντιπροσώπων. Το 1968 ανέλαβε το… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνενμπεργκ, Nτέιβιντ — (David Cronenberg, Τορόντο 1941 –). Καναδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1974 (Ανατριχίλες), ύστερα από μια σειρά ταινιών μικρού και μεσαίου μήκους.… …   Dictionary of Greek

  • Βιλνέβ, Ζιλ — (Gilles Villeneuves, Κεμπέκ 1950 – Ίμολα, Ιταλία 1982). Καναδός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Η πρώτη του παρουσία στη Φόρμουλα 1 έγινε το 1977, με την ομάδα της Ρενό, στην πίστα του Σιλβερστόουν. Το 1978, ο Έντσο Φεράρι τον ενέταξε στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»